Πλησιάζουν Άγιες μέρες και η καρδιά του χειμώνα, οι μέρες μικρές και κρύες. Η θροφή για τους αγαπημένους της ήταν για την μαγείρισσα της οικογένειας, μια μεγάλη πρόκληση. Έκανε θαύματα με ό,τι προσέφερε η φύση.
Στο κατώγι αποθήκευε τα όσπρια, το στάρι, τα καλαμπόκια, τις πατάτες, τις σταφίδες, τους ξηρούς καρπούς, το κρασί και από πάνω κρέμονταν τα νούμπουλα, τα σαλάδα, οι μυζήθρες, τα βότανα, οι καούρικες πιπεριές, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια. Δεν έλειπε πελτές, λιαστές ντομάτες, παστά ψάρια, μέλι, συκομαΐδες και τουρσιά.
Οι ελιές έπρεπε να μαζευτούν για τον καρπό και για το υπερπολύτιμο χρυσοπράσινο λάδι της χρονιάς. Στα δέντρα νεράντζια και κούμαρα ενώ οι βροχές έφερναν μανιτάρια, λάχανα και πρασουλίδες.
Με πολλή τύχη, και όταν δεν ήταν νηστεία, είχε κυνήγι στην ενδοχώρα ή ψάρι παραθαλάσσια. Έπρεπε να επιστρατεύσει όλα τα υλικά που με κόπο είχε μαζέψει και συντηρήσει τις υπόλοιπες εποχές.
ο ξυλόφουρνος άναβε δύο τρεις φορές το μήνα για να ψηθεί το ψωμί και η φογάτσα στην γιορτή. Η στιά, στο κουζινί, έκαιγε ολημερίς και στην πινιάτα έμπαιναν με προσοχή όλα τα υλικά. Το αργό και πολύωρο μαγείρεμα χύλωνε τα φαγητά, ο καπνός παντρευόταν με τα μυρωδικά και το άρωμα ήταν αρκετό για να χορτάσει και τις ψυχές.
Όμως το άγγιγμά της, η φροντίδα, η αγάπη και το “Μεράκι” ήταν τα μαγικά συστατικά που μετέτρεπαν, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, την φτωχή αυτή κουζίνα από “Cucina Povera” σε “Cucina Nobile”.
Αριστοτέλης Μέγκουλας, Σεφ.